You are currently viewing Γιώργης Χριστοδούλου: “Η μουσική είναι μια μορφή «μαγείας». Ήθελα να γίνω κι εγώ ένας μαθητευόμενος μάγος.” [Συνέντευξη]

Γιώργης Χριστοδούλου: “Η μουσική είναι μια μορφή «μαγείας». Ήθελα να γίνω κι εγώ ένας μαθητευόμενος μάγος.” [Συνέντευξη]

Ο Γιώργης Χριστοδούλου το φθινόπωρο του 2013 βρήκε στο Παρίσι την πρώτη παρτιτούρα και ξεκίνησε την έρευνα για να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος από το διάσπαρτο αυτό υλικό το οποίο όλοι έως τώρα, θεωρούσαν χαμένο. Η διαδρομή που πέρασε μέσα από αρχεία, βιβλιοθήκες, συλλέκτες και εκδοτικούς οίκους, κατέληξε στη δημιουργία ενός βιβλίου-cd με τίτλο Ο Αττίκ στο Παρίσι.

Ο Γιώργης Χριστοδούλου, με τη ζεστή φωνή του, τραγουδώντας στα γαλλικά, ισπανικά, ελληνικά, αναδεικνύει όλη τη χρωματική γκάμα των συνθέσεων. Εδώ και μήνες, παρουσιάζει με μεγάλη επιτυχία την συγκεκριμένη του δουλειά σε διάφορους χώρους σε όλη την Ελλάδα και Κύπρο.

Το Thess24.gr βρέθηκε στο Θέατρο Αθήναιον και μίλησε με τον καλλιτέχνη για την παράσταση και τα μελλοντικά του σχέδια.

Συνέντευξη στην Κατερίνα Μπαβέλη

Θέατρο, Τηλεόραση, Μουσική.. Τι μπήκε πρώτο στη ζωή σας και πως ξεκίνησαν όλα;
Πρώτη ήρθε η μουσική – τα υπόλοιπα τα επέλεξα εγώ ως βοηθητικά «εργαλεία». Άλλοτε με βοηθούσαν να μάθω πιο καλά τη σκηνή και τα εκφραστικά μου μέσα και πολλές φορές τα πρώτα χρόνια έπαιξαν το ρόλο της σανίδας σωτηρίας όσον αφορά τα έξοδα της καθημερινής επιβίωσης.

Ποιο από τα 3 αγαπάτε περισσότερο;
Αγαπώ τη μουσική, αγαπώ το θέατρο. Ίσως και την καλή τηλεόραση, αλλά είναι τόσο σπάνια που να φανταστείς δεν έχω καν συσκευή στο σπίτι εδώ και πάρα πολλά χρόνια – από τότε που έμεινα μόνος μου.

Τι είναι αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη μουσική;
Ήθελα να γίνω κι εγώ μέρος αυτής της «μαγείας». Η μουσική είναι μια μορφή «μαγείας».
Ήθελα λοιπόν να γίνω κι εγώ κάπως, ένας μαθητευόμενος μάγος.

Το κοινό ακούει εύκολα το είδος της μουσικής σας;
Κάθε τι που χρειάζεται «ακρόαση» ή ανάγνωση ζητάει από τον θεατή/αναγνώστη να είναι «ανοιχτός», συγκεντρωμένος… Δεν αρκεί μόνο να είναι καλός αυτός που είναι πάνω στη σκηνή, πρέπει να είναι καλός κι ο θεατής σε αυτό που έχει να κάνει αυτός. Αλλιώς, τα «μάγια» που λέγαμε πριν, δε θα πιάσουν ποτέ.

Μεγάλη σας επιτυχία ήταν η διασκευή του «Όλα τα λεφτά». Μάλιστα αν θυμάμαι καλά εκείνη τη χρονιά η Άννα Βίσση είχε περάσει το τραγούδι αυτό στο πρόγραμμα των συναυλιών της με τη δική σας εκτέλεση. Ποιανού ήταν η επιλογή να γίνει αυτή η διασκευή;
Αυτό ήταν ένα δικό μου παιχνίδι. Ένα πολύ σοβαρό παιχνίδι όμως μιας και γύρω στο 2000 -2004 ένιωθα να με πνίγει αυτό το κύμα λαϊκών τραγουδιών τα οποία δεν μπορούσες να αποφύγεις με τίποτα. Στο ταξί, τα μαγαζιά, αφίσες, ραδιόφωνα, ringtones, ακουγόντουσαν παντού. Υπήρχαν και περισσότερα χρήματα για διαφήμιση τότε, ήταν κι οι εταιρείες παντοδύναμες, κι όλο αυτό έμοιαζε με έναν εφιάλτη από τον οποίο δεν μπορούσες να ξεφύγεις. Ήταν λοιπόν, δική μου αντίδραση, να αντιδράσω, να κάνω κάτι για να αναποδογυρίσω και να εκτονώσω όλη αυτή την πίεση που ένιωθα. Είπα , «θα πάρω αυτά τα τραγούδια και θα τα κάνω «αλλιώς».

Είχατε βέβαια στην ίδια δουλειά και τα Μαθητικά τα Χρόνια, το Νυχτολούλουδο που έχει ερμηνεύσει η Βανδή και το Δεν πιστεύω της Δήμου.. Γιατί επιλέξατε να κάνετε τραγούδια που πρωτοερμηνεύτηκαν από γυναίκες;
Ουσιαστικά το “45άρι” έτσι όπως το φαντάστηκα ήταν τα δύο μπαρουτοκαπνισμένα από τις πίστες “Όλα τα λεφτά” και “Νυχτολούλουδο”. Τα υπόλοιπα έγιναν για να συμπληρωθεί ένα ep και να μπορέσει να κυκλοφορήσει. Διάλεξα λοιπόν άλλα 2 κομμάτια από αυτά που ακούγονταν πολύ όταν πήγαινα στο δημοτικό.

Στο ενεργητικό σας βλέπουμε πολλές συνεργασίες με αξιόλογα ονόματα τόσο του μουσικού όσο του θεατρικού χώρου. Ποια ήταν αυτή που ξεχωρίζετε και για ποιο λόγο;
Την Αρλέτα, όχι μόνο γιατί ήταν ο άνθρωπος που με πρωτόβγαλε, αλλά για χίλιους λόγους που θα γράψουμε βιβλίο αν ξεκινήσουμε να τους απαριθμούμε.

Τι θυμάστε από τους μεγάλους καλλιτέχνες που έχετε συνεργαστεί; Κρατάτε συμβουλές που ενδεχόμενος σας έχουν δώσει;
Κρατάω μόνο την «αύρα» τους και το πώς προσεγγίζει ο καθένας την τέχνη του – τίποτ’ άλλο.

Εδώ και καιρό παρουσιάζετε την παράσταση «Ο Αττίκ στο Παρίσι». Τι είναι αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με τον Αττίκ συγκεκριμένα; Ήταν δική σας ιδέα;
Μια παρτιτούρα σ’ ένα κασόνι σένα παλαιό βιβλιοπωλείο στη Μονμάρτρη, ήταν η αφορμή. Από κει και πέρα ξεκίνησε η έρευνα, κράτησε περίπου 3 χρόνια. Τα υπόλοιπα τα βρίσκεις στο βιβλίο-cd.

Έχετε κάνει μια περιοδεία ανά την Ελλάδα και αυτή τη στιγμή σας συναντάμε σε μία από τις στάσεις σας στη Θεσσαλονίκη. Η ανταπόκριση του κόσμου βλέπουμε και εδώ τώρα είναι μεγάλη. Τι είναι αυτό που τραβάει τον κόσμο για να δει τη συγκεκριμένη παράσταση;
Δεν έχω ιδέα, φαντάζομαι, η ευγένεια που έχουν αυτά τα τραγούδια – η ευγένεια μας έλειψε, ξέρετε. Και το λεπτό χιούμορ.

Ο Αττίκ τις δύσκολες στιγμές τις ξεπερνούσε μέσα από τη μουσική, εσείς πως τις αντιμετωπίζετε;
Εγώ πέφτω στα τάρταρα (γέλια). Μετά κάπως σιγά-σιγά πότε με τη μουσική, πότε με τη σιωπή, προχωράω.

Σε μια εποχή όπως τη σημερινή εσείς καταφέρατε να κρατάτε χαμηλούς τόνους. Δεν αποζητάτε τη δημοσιότητα;
Είναι παγίδα η πολλή δημοσιότητα. Σε αλλάζει, χάνεις τον εαυτό σου. Προσπαθώ να κρατώ μια ισορροπία, για να είμαι καλά κι εγώ.

Θα συμμετείχατε ως κριτής σε μουσικό show ή ως coach;
Θα θελα να κάνω κάτι πιο δημιουργικό, να πω σε ένα παιδί που τώρα ξεκινάει κάποια πράγματα που έμαθα «περπατώντας» αυτά τα 20 και πλέον, χρόνια, πράγματα που δεν λένε στις σχολές, τα μαθαίνεις προχωρώντας. Όμως όχι, αυτό με τις κάμερες παρούσες, δεν με αφορά. Δε γίνεται «δουλειά» έτσι, είναι απλώς ένα πρόσχημα.

Βοηθάνε τα παιχνίδια αυτά τους νέους καλλιτέχνες;
Βαριά κουβέντα: καλλιτέχνης. Χωρίς περιστροφές: όχι, δεν βοηθάνε. Βοηθάνε μόνο τα κανάλια να κάνουν νούμερα τηλεθέασης.

Θα πηγαίνατε σε ριάλιτι επιβίωσης;
Το ζω κάθε μέρα!

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Ένας νέος δίσκος με τον οποίο θα βάλω μια άνω τελεία σε αυτά τα 20 χρόνια από τότε που βγήκε ο πρώτος μου δίσκος.

Μια ευχή για τους αναγνώστες μας
Για όλους μας! Να βρίσκουμε το κέντρο μας, τον εαυτό μας – δεν είναι εύκολο, θέλει καθημερινή εξάσκηση (γέλια).